αγνιστικός

αγνιστικός
ἁγνιστικός, -ή, -όν (Μ)
αυτός που εξαγνίζει, εξαγνιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγνίζω + παραγ. κατάλ. -τικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἁγνιστικόν — ἁγνιστικός masc acc sg ἁγνιστικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγνίζω — ἁγνίζω (Α) 1. κάνω κάτι αγνό, καθαρό, εξαγνίζω, αποκαθαίρω 2. θυσιάζω 3. «ἁγνίζειν τὸν θανόντα» καίω τον νεκρό και τόν κάνω καθαρό και ευπρόσδεκτο στους χθόνιους θεούς 4. κατακαίω, καταστρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγνός. ΠΑΡ. αρχ. ἅγνισμα, ἁγνισμός,… …   Dictionary of Greek

  • κένταυρος — I (Αστρον.). Ένας από τους μεγαλύτερους και λαμπρότερους αστερισμούς του νοτίου ημισφαιρίου. Μέρος του αστερισμού αυτού φαίνεται από την Ελλάδα, όταν περνά από τον μεσημβρινό. Αποτελείται συνολικά από 148 αστέρια, ορατά με γυμνό μάτι. Σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”